- ἀνταφαιρῶ
- ἀνταφαιρέωtake away in returnpres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀνταφαιρέωtake away in returnpres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανταφαιρώ — ἀνταφαιρῶ ( έω) (Α) 1. αφαιρώ κι εγώ κάτι από κάποιον 2. αφαιρώ από την αντίθετη πλευρά … Dictionary of Greek